- νίπτω
- νίζωwash the handspres subj act 1st sgνίζωwash the handspres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νίπτω — (ΑΜ νίπτω) βλ. νίβω … Dictionary of Greek
νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… … Dictionary of Greek
Baptism — This article is about the Christian religious ceremony. For other uses, see Baptism (disambiguation). Baptism of Neophytes by Masaccio, 15th century, Brancacci Chapel, Florence.[ … Wikipedia
περινίπτω — Μ νίπτω, πλένω καλά, καθαρίζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νίπτω «πλένω»] … Dictionary of Greek
προνίζω — Α (μόνο το μέσ.) προνίζομαι νίβω, νίπτω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νίζω «νίπτω»] … Dictionary of Greek
χερνίπτομαι — και ενεργ. τ. χερνίπτω Α 1. νίπτω, πλένω τα χέρια μου με ιερό νερό πριν από θυσία («εἰσῆλθεν εἰς τὸ Ἐλευσίνιον, ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾱς χέρνιβος», Λυσ.) 2. ραντίζω με ιερό νερό, εξαγνίζω 3. (το ενεργ.) θυσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. ο οποίος έχει… … Dictionary of Greek
ночва — мелкое корыто для муки, зерна, кормушка , укр. ночви мн. корыто, лохань , русск. цслав. нъщвы μάκτρα, болг. нъщви мн. квашня , сербохорв. на̏ħве, род. п. мн. наħава̑, словен. nǝčvè, nа̑čvе, nȃčke квашня , чеш. nесkу ночва , диал. necvičky… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Neck (water spirit) — Nix redirects here. For other uses, see Nix (disambiguation). Water sprite redirects here. For the plant, see Ceratopteris thalictroides. See also: Rhinemaidens and Melusine The Rhine maidens warn Siegfried by Arthur Rackham, 1912 … Wikipedia
Никсы — … Википедия
επινίπτω — ἐπινίπτω (AM) [νίπτω] ρίχνω σαν σταγόνες βροχής («τροφήν αύτοῑς... ὤμβρησεν οὐρανός, ποτὲ μὲν μάννα, ποτὲ δὲ ὀρτυγομήτραν ἐπινίψας» ΠΔ) … Dictionary of Greek